Basic Lexicon of Ancient Greek

Go

Search options

Results for: "Σ"

12 items total [1 - 10]
σεμνός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. σεβαστός, σεπτός, όσιος, άξιος τιμής |για θεό |στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες |για θεία πράγματα Β. σεβάσμιος, σοβαρός, ευγενής, μεγαλοπρεπής |για ανθρώπους |σεβαστός, επίσημος, λαμπρός, επιβλητικός |για πράγματα |φρ. σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο, ευγενικό, αξιόλογο πράγμα να... |φρ. ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ. ή κπ. ως προς την ευγένειά του Γ. 1. υπερήφανος, υπερόπτης, αλαζόνας |αρνητικά 2. πομπώδης, σοβαροφανής, επίσημος, μεγαλοπρεπής |ειρων. |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό, με ευγένεια, με μεγαλοπρέπεια, με λαμπρότητα
σκεδάννυμι
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω, διαχέω, διαλύω Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ διασκορπίζομαι, διαδίδομαι, διαχέομαι
σκοπέω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. βλέπω, εξετάζω, παρατηρώ 2. εξετάζω, θεωρώ, προσέχω, φροντίζω |μτφ. |απόλ. |με δευτερεύουσα πρόταση |με αιτ. πράγμ. και γεν. προσ. ή γεν. προσ. και δευτερεύουσα πρόταση |με εμπρόθετο προσδιορισμό 3. αναζητώ, ψάχνω Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξετάζομαι από κπ.
σοφία
Α. δεξιότητα, εμπειρία σε κάποια τέχνη ή επάγγελμα |γνώση κπ. πράγματος |με γεν. ή εμπρόθετο προσδιορισμό Β. σωστή κρίση, φρόνηση, ευφυΐα, εμπειρία στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής, αντ. ἡ ἀμαθία |καπατσοσύνη, πανουργία |με αρνητική σημασία Γ. γνώση των επιστημών, εμβρίθεια, μάθηση |θεωρητική γνώση, φιλοσοφία
σοφιστής
Α. 1. επιδέξιος, έμπειρος σε μια τέχνη 2. συνετός, φρόνιμος, σοφός, φιλόσοφος Β. 1. διανοητής ή φιλόσοφος που δίδασκε με αμοιβή 2. αυτός που εξαπατά με λόγια, απατεώνας, κατεργάρης |με αρνητική σημασία
σοφός
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. ικανός, επιδέξιος, γνώστης μιας τέχνης 2. έντεχνος, φρόνιμος, συνετός |για αφηρημένες έννοιες 3. σοφός, φρόνιμος, προνοητικός, ευφυής |τὸ σοφὸν |σοφιστής |υποτιμ. 4. σοφός, έμπειρος, γνώστης |φιλοσοφία |σοφός, αντ. φρόνιμος |σοφός, αντ. φιλόσοφος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με τέχνη, με επιδεξιότητα, με σοφία, με σύνεση
σπουδάζω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. σπεύδω, επείγομαι, βιάζομαι |απόλ. |με απρφ. 2. ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία, ασχολούμαι σοβαρά με κτ., φροντίζω με επιμέλεια, αφοσιώνομαι σε κτ. |για πράγματα |με αιτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με απρφ. |με αιτ. και απρφ. |με μτχ. |με πρόταση ὅπως ή ὡς |ασχολούμαι, δίνω προσοχή σε κπ., φροντίζω, ενδιαφέρομαι, ενεργώ προς το συμφέρον κπ. |για πρόσωπα |με εμπρόθετο προσδιορισμό 3. είμαι σοβαρός, λέγω, κάνω ή παίρνω κτ. στα σοβαρά |απόλ. |με αιτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με ειδική πρόταση Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. επιδιώκομαι με ζήλο, ετοιμάζομαι με φροντίδα |συχνός ο τύπος της μτχ. ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια, επεξεργασμένος 2. εξετάζομαι σοβαρά, με παίρνουν στα σοβαρά |μου συμπεριφέρονται με σεβασμό
σπουδαῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. |για πρόσωπα 1. άξιος προσοχής, σημαντικός, που είναι εξαιρετικός στον τομέα του, διακεκριμένος, αντ. φαῦλος |σοβαρός 2. αγαθός, ενάρετος, έντιμος, αντ. φαῦλος, πονηρός |με ηθική σημασία Β. |για πράγματα 1. άξιος προσοχής, σημαντικός, αξιόλογος |σοβαρός, αντ. γελοῖον 2. καλός, ωραίος, καλής ποιότητας, εξαιρετικός ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. καλά, με επιμέλεια 2. με σοβαρότητα
σπουδή
Α. βιασύνη, ταχύτητα |φρ. σπουδὴν ἔχω |η δοτ. ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ, διὰ σπουδῆς, ὑπὸ σπουδῆς, κατὰ σπουδὴν=γρήγορα, βιαστικά Β. 1. ζήλος, προθυμία, επιμέλεια, φροντίδα |με γεν. ή με εμπρόθετο προσδιορισμό |στον πληθ. σπουδαί=προσπάθειες που γίνονται με ζήλο |η δοτ. ως επίρρημα σπουδῇ ή εμπρόθετος προσδιορισμός σὺν σπουδῇ, μετὰ σπουδῆς=με ζήλο, πρόθυμα |φρ. σπουδὴν ἔχω |φρ. σπουδὴν ποιοῦμαι |φρ. σπουδή ἐστι περί τινος 2. προσπάθεια, κόπος |η δοτ. ως επίρρημα σπουδῇ=με μεγάλη προσπάθεια, με δυσκολία, με κόπο, μόλις και μετά βίας 3. αντικείμενο φροντίδας, σπουδαία ασχολία 4. εκτίμηση, σεβασμός για κπ., ευμένεια Γ. σοβαρότητα, σπουδαιότητα |αντ. του παιδιά |η δοτ. ως επίρρημα σπουδῇ=σοβαρά, με σοβαρότητα |φρ. σπουδὴν ποιοῦμαι=παίρνω στα σοβαρά
στέλλω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. ετοιμάζω, διευθετώ, κατευθύνω |ντύνω |εξοπλίζω, αρματώνω 2. μαζεύω, κατεβάζω τα πανιά του πλοίου 3. ετοιμάζω και στέλνω, στέλνω, ξεκινώ |στέλνω κπ. για να πάρω πίσω κτ., πάω για να φέρω ή να φωνάξω κπ. |ΣΟΦ Β. ΜΕΣΟ 1. ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι |με απρφ. 2. μαζεύω, κατεβάζω τα πανιά του πλοίου |μαζεύω τη γλώσσα μου, αποσιωπώ, αποκρύπτω |μτφ. 3. ξεκινώ, ετοιμάζομαι να φύγω, απομακρύνομαι |στέλνω να καλέσω κπ. |ΣΟΦ Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. ετοιμάζομαι να πάω, ξεκινώ για κάπου |στον παθ. αόρ. β' |στον πρκ. είμαι προετοιμασμένος, εξοπλισμένος |είμαι ντυμένος 2. αποστέλλομαι
< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go