Basic Lexicon of Ancient Greek

Go

Search options

Results for: "Η"

4 items total [1 - 4]
ἡγεμών
Α. 1. οδηγός, αυτός που προπορεύεται, που δείχνει το δρόμο 2. αυτός που πρωτεύει, που χρησιμεύει ως κανόνας και υπόδειγμα για τους άλλους |μτφ. Β. 1. οδηγός, ηγέτης, αρχηγός του στρατού ή του στόλου, αρχιστράτηγος |για ζώα |ο επικεφαλής, αυτός που εποπτεύει 2. (ως επίθ.) αυτός που ηγείται, ο πρώτος
ἡγέομαι
Α. 1. προπορεύομαι, προηγούμαι |απόλ. |οδηγώ κπ. |με δοτ. προσ. |με αιτ. τοπ. 2. είμαι αρχηγός σε κπ. κατάσταση, ενέργεια ή πράγμα |με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ. |με γεν. πράγμ. 3. είμαι οδηγός σε κτ., είμαι πρώτος σε κτ. |με δοτ. |οδηγώ, διευθύνω κτ. |με αιτ. |η μτχ. ως επίθ., αντ. του ἑπόμενος |φρ. ὁδόν ἡγοῦμαι=προπορεύομαι στον δρόμο Β. 1. οδηγώ στρατό ή στόλο |με δοτ. 2. είμαι ο ηγεμόνας, ο άρχοντας, ο κυβερνήτης ή ο κτήτορας κπ. |με γεν. |με γεν. Γ. νομίζω, φρονώ, θεωρώ, πιστεύω |με κτγ. του Α |στον ΗΡ με την ίδια σημασία μόνο ο πρκ. ἥγημαι |φρ. ἡγοῦμαι (με ή και χωρίς) δεῖν και απρφ.=νομίζω ότι πρέπει να ..., θεωρώ καλό να...
ἦθος
Α. συνήθης διαμονή, ενδιαίτημα, κατάλυμα, κατοικία |για ζώα |για ανθρώπους Β. (συνήθως στον πληθ.) συνήθεια, παράδοση, έθιμ o Γ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία |ως αποτέλεσμα συνήθειας |για ζώα |αντ. του διάνοια |(συνήθως στον πληθ.) τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου |τρόπος σκέψης, γνώμη |διάθεση, έκφραση προσώπου |ηθική εντύπωση του ρητορικού λόγου |ρητορική |πρόσωπο του δράματος |θέατρο
ἡσυχία
Α. 1. ησυχία, ηρεμία, γαλήνη, ανάπαυση, ειρήνη, η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη 2. διακοπή, παύση, ανάπαυση από κτ. |με γεν. Β. 1. σιωπή, σιγή 2. έρημος, ήσυχος τόπος, μέρος απόσυρσης ή απομάκρυνσης |φρ. ἐν ἡσυχίᾳ, μεθ' ἡσυχίας, ἐφ' ἡσυχίας, καθ' ἡσυχίαν=σε ησυχία, σε ειρήνη, σε ανάπαυση |φρ. ἡσυχίαν ἄγειν, ἔχειν=αδρανώ, αναπαύομαι, σιωπώ |φρ. ἡσυχίαν ἄγειν, ἔχειν πρός τινα ή ὑπέρ τινος=ησυχάζω, βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης σε σχέση με κπ.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go